- παρασχηματισμός
- ὁ, ΝΜΑ [παρασχηματίζω]νεοελλ.-αρχ.σχηματισμός μιας λέξεως από άλλη λέξη με μικρή αλλαγή, ιδίως στην κατάληξη («οἱ μέν τοι Αἰολεῑς δέρρη λέγουσι καὶ κατὰ παρασχηματισμὸν δέρρις», Απολλ. Δύσκ.)μσν.(για έμβρυο) παραμόρφωση λόγω κακής θέσεωςαρχ.(για έκφραση ή ύφος) αλλαγή, μεταβολή στη μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.